Κατάσβεση ή εκκένωση; Το δίλημμα της Βόρειας Εύβοιας μπροστά στον πύρινο εφιάλτη
Μπορεί η Ευρωπαϊκή Ένωση να δώσει λύσεις πολιτικής προστασίας καθώς οι φυσικές καταστροφές πολλαπλασιάζονται εν μέσω κλιματικής κρίσης;
Εύβοια (Ελλάδα)
Είναι δύσκολο να μεταφέρει κανείς την αίσθηση που αποκομίζει οδηγώντας στο ατελείωτο καμένο τοπίο της Βόρειας Εύβοιας. Μια φοβερή αγωνία σκεπάζει τις μαυρισμένες και αποψιλωμένες πλαγιές, καθώς για χιλιόμετρα δεν φαίνεται τίποτα άλλο παρά μόνο οι καβουρντισμένοι κορμοί των καμένων πεύκων. Ένα τοπίο που πριν από την πυρκαγιά ήταν γνωστό για τη φυσική του ομορφιά, αλλά τώρα μοιάζει μαραμένο.
Από τις 3 μέχρι τις 11 Αυγούστου 2021 η φωτιά έκαψε περίπου 512 χιλιάδες στρέμματα γης. Το 74,1% από αυτά, πυκνό δάσος. Η καταστροφή είναι πρωτοφανής: οικολογική, οικονομική, κοινωνική. Από τον Ευβοϊκό κόλπο μέχρι το Αιγαίο πέλαγος, η πυρκαγιά εξελίχθηκε με γρήγορους ρυθμούς και σάρωσε ό,τι βρήκε μπροστά της. Σπίτια, επιχειρήσεις, φύση.
Στο χωριό των Βασιλικών, που βρίσκεται στο βόρειο τμήμα του νησιού, ο Παναγιώτης Σταματούλας εργαζόταν στην ρητινοκαλλιέργεια στα δάση της Βόρειας Εύβοιας. «Κάθε 20 μέρες πάμε, χτυπάμε τα πεύκα και παράγουμε ρετσίνι. Οκτώ χέρια πρέπει να χτυπήσεις. Εμείς είχαμε χτυπήσει τα έξι. Το 80% της δουλειάς το είχαμε κάνει. Κάηκαν τα πάντα. Το ρετσίνι καταστράφηκε όλο. Και τώρα η δουλειά μας χάθηκε για πάντα. Το δάσος για να ξαναγεννηθεί χρειάζεται χρόνια.»
Η πυρκαγια δεν έπληξε μόνο τους παραγωγούς ρητίνης αλλά και τους απασχολούμενους στους άλλους τομείς της πρωτογενούς παραγωγής όπως η ελαιοκομία, η κτηνοτροφία και η μελισσοκομία. Οι οικονομικές και κοινωνικές επιπτώσεις της καταστροφης, θα γίνουν αισθητές στο σύνολο των κατοίκων της περιοχής, όπως εξηγεί ο Γιάννης Τριανταφύλλου, πρόεδρος της κοινότητας της Λίμνης, μιας παραθαλάσσιας κωμόπολης στον Ευβοϊκό. «Δεν είναι ότι έχει σπάσει ένας κρίκος της οικονομικής αλυσίδας. Έχει διαλυθεί όλη η αλυσίδα Η Β.Εύβοια κατέχει το 80% της πανελλήνιας παραγωγής ρητίνης. Οι ρητινοκαλλιεργητές, αν δεν μπορούν να ζήσουν, πώς θα έρθουν στην Λίμνη να φάνε, να πιουν έναν καφέ, να φωνάξουν έναν υδραυλικό σπίτι τους; Από την στιγμή που γονάτισαν αυτοί οικονομικά, θα γονατίσει και η Λίμνη και οι Ροβιές.»
Ο Τριανταφύλλου βρισκόταν στην πρώτη γραμμή άμυνας, ως εθελοντής δασοπυροσβέστης, και περιγράφει τις δραματικές στιγμές εκείνων των ημερών. Η γενική εντολή της Πολιτικής Προστασίας ήταν οι κάτοικοι να εκκενώσουν τα χωριά. Οι περισσότεροι αποφάσισαν να μην υπακούσουν. «Δεν πρόκειται ποτέ να ξεχάσω την στιγμή που έβαζα τη γυναίκα μου και τα παιδιά μου στο φεριμπότ. Κλαίγαμε και οι τέσσερις. Δεν ήθελα να μεταφέρω αυτό που ένιωθα στα παιδιά, να με δουν να κλαίω. Έλεγα, πηγαίνετε με τη μαμά σας στο φεριμπότ. Όλα θα πάνε καλά. Θα κάτσει ο μπαμπάς εδώ να σώσει το χωριό. Αυτό που ένιωσα εκείνη την στιγμή, δεν πρόκειται να το ξεχάσω ποτέ. Εύχομαι να μην το νιώσει κανένας. Είμαι περήφανος για μένα και για τους συγχωριανούς μου που κάτσαμε και προστατεύσαμε τις περιουσίες μας. Είμαστε υπερήφανοι που δεν ακούσαμε την Πολιτική Προστασία.»
Τις ημέρες εκείνες, η εικόνα από το πεδίο είναι σχεδόν σουρεαλιστική: μια μπουλντόζα ανεβάζει ψηλά τον Γιάννη Τριανταφύλλου ενώ αυτός με την μάνικα σβήνει μια σκεπή που έχει αρπάξει φωτιά. Κάποια άλλη στιγμή, ο ίδιος μαζί με μια ομάδα ντόπιων, αγανακτισμένοι με την απραξία των πυροσβεστών, επιτάσσουν άτυπα ένα πυροσβεστικό όχημα. «Καιγόταν η Λίμνη και δεν υπήρχαν πυροσβεστικά οχήματα πουθενά. Ένας πιτσιρικάς μπήκε μπροστά σε ένα πυροσβεστικό όχημα και του λέει σταμάτα. Αναγκάζεται ο οδηγός να σταματήσει. Πάμε με τον πατέρα του, ανοίγουμε τα καπάκια του πυροσβεστικού, βγάζουμε τις μάνικες έξω και ξεκινάμε να σβήσουμε. Του λέω, δεν πας πουθενά, εδώ θα μείνεις. Εμείς σβήναμε και οι πυροσβέστες κοίταζαν.»
Ο Τριανταφύλλου αναφέρεται στην αδράνεια της πυροσβεστικής. Θεωρεί ότι υπήρχε εντολή από τη διοίκηση της υπηρεσίας για εκκένωση των χωριών και όχι για κατάσβεση της φωτιάς. Το σωματείο εθελοντικής δασοπυρόσβεσης στο οποίο ανήκει ο ίδιος, όπως λέει, δεν εντάχθηκε επίσημα στην προσπάθεια. «Δεν αξιοποιηθήκαμε ποτέ. Ο ντόπιος που είναι στο δάσος ξέρει τις ιδιαιτερότητες της περιοχής. Είμαστε ενταγμένοι στην Πολιτική Προστασία, έχουμε αριθμό μητρώου, αλλά ποτέ δεν μας είπε κάποιος, πάμε να κάνουμε κάτι», τονίζει. Τι θα είχε γίνει αν είχαν ακολουθήσει την εντολή εκκένωσης; «Θα είχαμε πολύ περισσότερα καμένα σπίτια και περιουσίες» απαντάει.
Την ίδια εμπειρία καταθέτουν και οι κάτοικοι στα Βασιλικά, που πάλεψαν και απέτρεψαν την είσοδο της φωτιάς στο χωριό τους. Οι καμένοι κορμοί των δέντρων περικυκλώνουν ακόμη το χωριό και μαρτυρούν το πόσο κοντά έφτασαν οι φλόγες στα σπίτια.
«Η φωτιά είχε φτάσει μπροστά στα σπίτια και σταμάτησε γιατί την πολεμάγαμε εμείς. Μας έλεγαν να φύγουμε και εμείς δεν φεύγαμε. Θα είχε καεί όλο το χωριό αν φεύγαμε. Τα σπίτια στην παραλία και στο δάσος κάηκαν. Η Πυροσβεστική δεν έκανε τίποτα, είχε εντολή να μην μπαίνει μεσα το δάσος» θυμούνται οι κάτοικοι Παναγιώτης Σταματούλας και Γιώργος Αναστασίου.
Για τον πρόεδρο του Σωματείου Εθελοντών Δασοπυροσβεστών Προκοπίου, Δημήτρη Βετσολούρη, η φωτιά ήταν αδύνατον να περιοριστεί απο τη στιγμη που ξέφυγε από την αρχική της πηγή. Η φωτιά ξεκίνησε από μια περιοχή του Δήμου Μαντουδίου, κοντά στο χωριό Δάφνη. Κατέβηκε προς τον Ευβοϊκό και επεκτάθηκε στις γύρω περιοχές. Μέχρι εκείνη τη στιγμή, δηλαδή δυο μέρες από την αρχή της πυρκαγιάς, η κατάσταση ήταν διαχειρίσιμη.
«Η φωτιά κατέβηκε κάτω Λίμνη, στην παραλία, πήγε Ροβιές. Γύρισε πίσω, πήγε μέχρι την Δάφνη ξανά. Δεν τη δουλέψαν τη φωτιά στο αρχικό της κομμάτι, εκεί που ξεκίνησε. Εκεί έπρεπε να σβήσει η φωτιά, μετά έγινε ανεξέλεγκτη» λέει ο Βετσολούρης. Ο ίδιος κρατούσε το μέτωπο με ένα πυροσβεστικό σε μια αντιπυρική ζώνη λίγο πιο βόρεια. Η φωτιά δεν συγκρατήθηκε στην αρχική της εστία και βγήκε εκτός ελέγχου, όπως εξηγεί ο πρόεδρος του σωματείου. Θεωρεί ότι το πιο σημαντικό είναι η πρόληψη πριν καν ξεσπάσει μια εστία, αλλά και «να οργανωθεί καλύτερα η πυροσβεστική υπηρεσία, για να μπορεί να αντέξει το βάρος αυτών των περιστατικών.» Εντοπίζει την αρχή του προβλήματος στην δεκαετία του ‘90, όταν η ευθύνη διαχείρισης της δασικής πυρκαγιάς πέρασε από το δασαρχείο στην κεντρική πυροσβεστική. «Όλη η εμπειρία που είχε το δασαρχείο έπρεπε να μεταφερθεί στην πυροσβεστική. Δεν έγινε. Τώρα έχει χαθεί αυτή η εμπειρία.»
Θα μπορούσε όμως οποιοδήποτε σύστημα να ανταπεξέλθει σε μια τόσο έντονη κρίση; Ο πύραρχος Φλορίν Κιρέα της ρουμάνικης πυροσβεστικής επιχείρησε στο ευβοϊκό δάσος καθώς η φωτιά μαινόταν. Δίνει τη δική του οπτική.
«Καμία χώρα στην Ευρώπη δεν θα μπορούσε να ανταπεξέλθει σε τέτοιας κλίμακας πυρκαγιές. Το σύστημα πυρόσβεσης θα ήταν πολύ ακριβό με μια πρόβλεψη τέτοιας κλίμακας.» Η Ρουμανία έστειλε συνολικά 108 πυροσβέστες και 21 μέσα προκειμένου να συμβάλουν στην προσπάθεια. Η ευρωπαϊκή στήριξη προς την Ελλάδα, μέσω του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας, για την κατάσβεση της πυρκαγιάς, ήταν πρωτοφανής: συνολικά έφτασαν 900 ευρωπαίοι πυροσβέστες, 230 μέσα και 9 αεροσκάφη από 11 χώρες της Ευρώπης, ενώ υπήρξε και στήριξη από κράτη εκτός Ευρώπης. Ο ευρωπαϊκός μηχανισμός έχει θέσει τον φιλόδοξο στόχο να δομήσει ένα αποδοτικό σύστημα κοινής πολιτικής προστασίας εντός και εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, με το σχέδιο ανάκαμψης NextGenerationEU να αφιερώνει περίπου 2 δις ευρώ στη λειτουργία του. Πρόσφατα θεσπίστηκε το rescEU, μια κοινή δεξαμενή μέσων και πόρων για τη διαχείριση κρίσεων και την εφαρμογή προγραμμάτων διασύνδεσης.
Στην πράξη όμως λειτούργησε; Ο Φλορίν Κιρέα περιγράφει τη διαδικασία. «Αποδεχτήκαμε το αίτημα της Ελλάδας για βοήθεια. Φτιάξαμε μια επιχειρησιακή ομάδα και πήγαμε στην Εύβοια. Οι αποστολές συντονίστηκαν από τους Έλληνες αξιωματούχους. Η συνεργασία ήταν εξαιρετική.» Όπως τονίζει όμως, υπήρξαν και προκλήσεις που σχετίζονταν με τις διαφορές στα τεχνικά και επιχειρησιακά μέσα.
«Είχαμε διαφορετικούς συζευκτήρες και ζητήσαμε συμβατές μάνικες για τα οχήματά μας. Επίσης, το ρουμάνικο δάσος είναι διαφορετικό από το ελληνικό, καθώς το ελληνικό έχει πολύ ισχυρότερη καύση στα δέντρα. Ωστόσο είχαμε ενημέρωση από την ελληνική υπηρεσία για να μάθουμε τις ιδιαιτερότητες του δάσους.»
Η Ευρωπαϊκή Ένωση θέλει να δημιουργήσει ένα σύστημα διαχείρισης κρίσεων που να υπερβαίνει τα σύνορα των χωρών. Από την 1η Ιουλίου 2022, πυροσβέστες από 6 ευρωπαϊκές χώρες, ανάμεσα τους και 28 Ρουμάνοι με 8 οχήματα, θα εδρεύουν στην ελληνική επικράτεια, στο πλαίσιο του νέου προγράμματος του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού. Εφόσον χρειαστεί, θα ενεργοποιηθεί η ευρύτερη ομάδα κρούσης για να αντιμετωπίσει μια ενδεχόμενη κρίση. Ο πύραρχος Κιρέα θεωρεί τον μηχανισμό αυτό ένα σημαντικό εργαλείο, που θα βοηθήσει και άλλες χώρες σε περιπτώσεις φυσικών καταστροφών, οι οποίες γίνονται ολοένα και πιο έντονες λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Ο Παναγιώτης Σταματούλας, από τα Βασιλικά, στέλνει πάντως το δικό του μήνυμα που φαίνεται να εκφράζει τη διάθεση όλων των κατοίκων της Βόρειας Εύβοιας. «Χάσαμε τα πάντα, τις δουλειές μας, τον αέρα μας, το οξυγόνο μας. Το δάσος ήταν η ζωή μας. Αλλά δεν το βάζουμε κάτω. Ίσα ίσα, μας κάνει πιο δυνατούς και συνεχίζουμε να παλεύουμε.»